- διαχωριζόμενος
- διαχωρίζωseparatepres part mp masc nom sgδιαχωρίζωseparatepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαστυνόμος — ο, Ν 1. ο κατά σειράν ιεραρχίας αμέσως μετά τον αστυνόμο αξιωματικός, ο αναπληρωτής αστυνόμου 2. βαθμός αξιωματικού τής Ελληνικής Αστυνομίας, διαχωριζόμενος σε δύο τάξεις·3. φρ. «υπαστυνόμος Β » ο βαθμός με τον οποίο αποφοιτούν οι νέοι… … Dictionary of Greek